- ξεδοντιάζομαι
- ξεδοντιάζομαι, ξεδοντιάστηκα, ξεδοντιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεδοντιάζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου 2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι (για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε») 3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας… … Dictionary of Greek
ξεδοντιάζω — ξεδόντιασα, ξεδοντιάστηκα, ξεδοντιασμένος 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του ή σπάζω ή βγάζω τα δόντια κάποιου: Το φίδι δεν είναι επικίνδυνο αν το ξεδοντιάσεις, αν του βγάλεις τα δόντια. 2. το μέσ., ξεδοντιάζομαι χάνω τα δόντια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαφουτιάζω — και φαφουτιαίνω φαφούτιασα, αμτβ., γίνομαι φαφούτης (βλ. λ.), χάνω τα δόντια μου, ξεδοντιάζομαι: Ο παππούς φαφούτιασε και φοράει μασέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)